- μυογονία
- η(εμβρυολ.) το σύνολο τών εξεργασιών με τις οποίες ορισμένα διαφοροποιημένα στοιχεία τού μεσοδέρματος μεταβάλλονται σε μυϊκές ίνες, γραμμωτές ή λείες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myogenie (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + -γονία < -γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.